Strong's Greek
Example Zoom search template page
Search results for: δεδουλεύκαμεν

2 entries found. Showing up to 25.
... be in bondage, (do) serve( -ice) . see GREEK doulos Forms and Transliterations δεδούλευκα δεδούλευκά δεδουλευκαμεν δεδουλεύκαμεν δούλευε δουλευει δουλεύει δουλευειν δουλεύειν δουλευετε δουλεύετε δουλευετωσαν δουλευέτωσαν δουλεύητε δουλεύοντα δουλευοντες δουλεύοντες δουλεύοντές δουλεύοντος δουλεύοντός δουλεύουσί δουλευουσιν δουλεύουσιν δουλεύσαι δουλεύσατε ...
https://biblehub.com/greek/1398.htm
... Adv GRK: μὴ διψήσει πώποτε INT: not may thirst at any time John 8:33 Adv GRK: οὐδενὶ δεδουλεύκαμεν πώποτε πῶς σὺ NAS: and have never yet been enslaved KJV: and were never in bondage to any man ...
https://biblehub.com/greek/4455.htm








Top of Page
Top of Page