Strong's Greek
Example Zoom search template page
Search results for: δεδούλευκα
1 entry found. Showing up to 25.
... voluntary)- be in bondage, (do) serve( -ice) . see GREEK doulos Forms and Transliterations δεδούλευκα δεδούλευκά δεδουλευκαμεν δεδουλεύκαμεν δούλευε δουλευει δουλεύει δουλευειν δουλεύειν δουλευετε δουλεύετε δουλευετωσαν δουλευέτωσαν δουλεύητε δουλεύοντα δουλευοντες δουλεύοντες δουλεύοντές δουλεύοντος δουλεύοντός δουλεύουσί δουλευουσιν ...
https://biblehub.com/greek/1398.htm
|
|