Strong's Greek
Example Zoom search template page
Search results for: διαμαρτύρασθαι

2 entries found. Showing up to 25.
... charge, testify (unto), witness. see GREEK dia see GREEK martureo Forms and Transliterations διαμάρτυραι διαμαρτυραμενοι διαμαρτυράμενοι διαμαρτυρασθαι διαμαρτύρασθαι διαμαρτύρει διαμαρτυρεται διαμαρτύρεται διαμαρτύρεταί διαμαρτύρη διαμαρτυρηται διαμαρτύρηται Διαμαρτυρομαι Διαμαρτύρομαι διαμαρτύρομαί διαμαρτυρομενος διαμαρτυρόμενος διαμαρτύρωμαι διαμαρτύρωνται διαμεμαρτύρημαι διαμεμαρτυρημένοι διαμεμαρτύρησαι διεμαρτυραμεθα διεμαρτυράμεθα διεμαρτυράμην διεμαρτύραντο ...
https://biblehub.com/greek/1263.htm
... word of the gospel, and INT: word of the gospel and to believe Acts 20:24 N-ANS GRK: διαμαρτύρασθαι τὸ εὐαγγέλιον τῆς χάριτος NAS: to testify solemnly of the gospel of the grace KJV: to testify the gospel ...
https://biblehub.com/greek/2098.htm








Top of Page
Top of Page