9 entries found. Showing up to 25.
... )shame( -d) . see GREEK kata see GREEK aischunomai Forms and Transliterations καταισχυνει καταισχύνει καταισχυνετε καταισχύνετε καταισχυνη καταισχύνη καταισχύνῃ καταισχύνης καταισχύνητε καταισχυνθείην καταισχυνθείησαν καταισχυνθη καταισχυνθή καταισχυνθῇ καταισχυνθής καταισχυνθησεται καταισχυνθήσεται καταισχυνθήση καταισχυνθήσονται καταισχυνθήτωσαν καταισχυνθωμεν καταισχυνθώμεν καταισχυνθῶμεν καταισχυνθωσιν καταισχυνθώσιν καταισχυνθῶσιν καταισχυνόμενοι κατησχυμμένος ...
https://biblehub.com/greek/2617.htm
... Hebrew Concordance • Parallel Texts Englishman's Concordance καταδουλοῖ — 1 Occ. καταδυναστευομένους — 1 Occ. καταδυναστεύουσιν — 1 Occ. καταισχύνῃ — 2 Occ. καταισχύνει — 3 Occ. καταισχύνετε — 1 Occ. καταισχυνθῇ — 1 Occ. καταισχυνθήσεται — ...
https://biblehub.com/greek/2617a.htm
... Occ. καταδουλώσουσιν — 1 Occ. καταδουλοῖ — 1 Occ. καταδυναστευομένους — 1 Occ. καταδυναστεύουσιν — 1 Occ. καταισχύνῃ — 2 Occ. ...
https://biblehub.com/greek/2613a.htm
... Occ. καταδουλώσουσιν — 1 Occ. καταδουλοῖ — 1 Occ. καταδυναστευομένους — 1 Occ. καταδυναστεύουσιν — 1 Occ. καταισχύνῃ — 2 Occ. ...
https://biblehub.com/greek/2613b.htm
... Occ. κατεδίωξεν — 1 Occ. καταδουλώσουσιν — 1 Occ. καταδουλοῖ — 1 Occ. καταδυναστεύουσιν — 1 Occ. καταισχύνῃ — 2 Occ. καταισχύνει — 3 Occ. καταισχύνετε — 1 Occ. καταισχυνθῇ — 1 Occ. καταισχυνθήσεται — ...
https://biblehub.com/greek/2616b.htm
... Occ. κατεδίωξεν — 1 Occ. καταδουλώσουσιν — 1 Occ. καταδουλοῖ — 1 Occ. καταδυναστεύουσιν — 1 Occ. καταισχύνῃ — 2 Occ. καταισχύνει — 3 Occ. καταισχύνετε — 1 Occ. καταισχυνθῇ — 1 Occ. καταισχυνθήσεται — ...
https://biblehub.com/greek/2616a.htm
... of God is stronger than men. INT: of God stronger than men 1 Corinthians 1:27 Adj-ANP GRK: καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά NAS: to shame the things which are strong, KJV: confound the things which are mighty; ...
https://biblehub.com/greek/2478.htm
... Hebrew Concordance • Parallel Texts Englishman's Concordance καταδουλοῖ — 1 Occ. καταδυναστευομένους — 1 Occ. καταδυναστεύουσιν — 1 Occ. καταισχύνῃ — 2 Occ. καταισχύνει — 3 Occ. καταισχύνετε — 1 Occ. καταισχυνθῇ — 1 Occ. καταισχυνθήσεται — ...
https://biblehub.com/greek/2617b.htm
... flesh, INT: not many wise according to flesh [there are] 1 Corinthians 1:27 Adj-AMP GRK: καταισχύνῃ τοὺς σοφούς καὶ τὰ NAS: to shame the wise, and God KJV: to confound the wise; and ...
https://biblehub.com/greek/4680.htm