Strong's Greek
Example Zoom search template page
Search results for: κατισχυέτω

1 entry found. Showing up to 25.
... ischuo ; to overpower- prevail (against) . see GREEK kata see GREEK ischuo Forms and Transliterations κατίσχυε κατίσχυεν κατισχύετε κατισχυέτω κατισχυέτωσαν κατισχυον κατίσχυον κατισχύοντες κατισχύουσί κατίσχυσα κατισχύσαι κατίσχυσαν κατίσχυσάν κατισχύσαντες κατισχύσας κατισχύσατε κατίσχυσε κατισχύσει κατίσχυσεν κατισχύση κατισχυσητε κατισχύσητε κατίσχυσον κατισχύσουσι κατισχυσουσιν ...
https://biblehub.com/greek/2729.htm








Top of Page
Top of Page