Strong's Greek
Example Zoom search template page
Search results for: τελευτᾷ
3 entries found. Showing up to 25.
... dead, decease, die. see GREEK teleo see GREEK bios Forms and Transliterations ετελεύτησαν ετελεύτησε ετελευτησεν ετελεύτησεν ἐτελεύτησεν τελευτα τελευτά τελευτᾷ τελεύτα τελευταν τελευτάν τελευτᾷν τελευτᾶν τελευτατω τελευτάτω τελευτήσαι Τελευτησαντος Τελευτήσαντος τελευτήσας τελευτήσει τελευτήσεις τελευτήση τελευτήσουσι τελευτήσουσιν τελευτήσω τελευτων τελευτών τελευτῶν τελευτώσιν ...
https://biblehub.com/greek/5053.htm
... 77:39 ( ); σάρξ καί αἷμα, Ephesians 6:12 ; γενεά σαρκός καί αἵματος, ἡ μέν τελευτᾷ, ἑτέρα δέ γεννᾶται, Sir. 14:18; ὁ λόγος σάρξ ἐγένετο, entered into participation in human ...
https://biblehub.com/greek/4561.htm
... :9 ; Anthol. 7, 480, 3; 10, 78, 3): ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ, by a figure borrowed from Isaiah 66:24 (cf. Sir. 7:17; Judith 16 ...
https://biblehub.com/greek/4663.htm
|  
|